Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βάσανον ὑποκείσονται

См. также в других словарях:

  • βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»